‘’ ... Σήκωσε το κρυστάλλινο ποτήρι καί χαιρέτησε την τρεμάμενη φλόγα του λευκοῦ κεριοῦ . Το ἀπόσταγμα της ἀμπέλου γλίστρησε μέσα του σκορπίζοντας μιά γλυκιά ἡδονή στίς αἰσθήσεις του . Στόν καμβά της σιωπῆς μιά πινελιά ἀπό βιολιά βγαλμένα ἀπό χαμηλόφωνο ἠχεῖο χάιδευε τ'αὐτιά του . Κοίταξε το κρασί καθώς ἰσορροποῦσε στόν πάτο του ποτηριοῦ . Ἔκλεισε τα μάτια καί ταξίδεψε ὅπως το κρασί πού ἰσορροποῦσε . Μιά στό παρελθόν , μιά στό παρών ... Γεύσεις ζωῆς πολλές γέμιζαν το ἀμπάρι της θύμησης του . Θαρρεῖς πώς ἔψαχνε ὁλόκληρη ζωή γιά νά γευτεῖ την καλύτερη . Ἕνας ἀγώνας ἄτυπος , ἀσυναίσθητος , που ὅμως προσδιόριζε την ἀναζήτηση της ἰδανικῆς γεύσης . Μήπως κορεσμός καί ἀνικανότητα ἐκτίμησης ; Θά κέρδιζε ἄραγε ποτέ σ ΄ αὐτόν τον ἀγώνα ; Σκέψεις βαθιές , σκοτεινές , ἀναπάντητες ... Ἕνας ἀγώνας διαρκής ... Περίεργο , μά την ἀλήθεια , ἀλλά μέσα ἀπ' ΄ την φλόγα του κεριοῦ παίρνει ἀπαντήσεις . Μιά...