Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

Μαμά…πεινοῦσα!..


Το πόσο μου ἀρέσει τελικά νά βουτάω στόν χρόνο δέν περιγράφεταιὉ καιρός μοιάζει ἀκόμα ἀνοιξιάτικοςἡ διάθεσή μου στά ὕψηἡ χρονομηχανή φουλαρισμένη ἀπό ἀναμνήσεις , την καβαλάω καί ξεκινάωΔέν  ἀργεῖ νά φανεῖ ἀπό μακριά το πρῶτο κόκκινο φανάρι.Χαμηλώνω  ταχύτητα  καί ἀφήνω την μηχανή νά τσουλήσειΚαλοκαίρι του 2004βραδάκι
       Ο τζίτζικας ἀκούραστος  συνεχίζει το βιολάκι του κι εγώ ἀόρατος μπάστακας στό μπαλκόνι  μιάς μεσοαστικής Ἑλληνικής οἰκογένειας. Ἡ παραγγελία ἀπ' το κινεζικό ἔχει μόλις φτάσει στό διαμέρισμα της νεόκτιστης πολυκατοικίας καί το τραπέζι εἶναι γεμάτο ἀσιατικές λιχουδιές.Ἀπό πάπια μέ γλυκόξινη σάλτσα μέχρι τηγανισμένη μπανάνα μέ μέλι.  Μάταια ὅμως ἡ μαμά του μικροῦ Γιαννάκη προσπαθεῖ νά τον πείσει νά φάει Ἄχ…΄΄ , ἀναστέναξε ὁ φιλοξενούμενος  ἀπ' το χωριό  παππούς ΄΄Ἐμεῖς μεγαλώσαμε μέ μπομπότα…΄΄,  ἀλλά πρίν προλάβει νά ὁλοκληρώσει την σκέψη του, διακόπτεται ἀπ' τον γιό του.’’ ‘Αλλα  χρόνια τότε πατέρα, σήμερα   ἔχουμε ἀλλάξει σελίδαΕἴμαστε στόν σκληρό νομισματικό πυρήνα της Εὐρωπαϊκῆς οἰκογένειαςμέ ἰσχυρή καί ἀνταγωνιστική ἐθνική ΟἰκονομίαΤο  διαβεβαιώνει ἄλλωστε καί ὁ πρωθυπουργός της χώρας. ..εἶδες πού δέν ἤθελες το εὐρώ ;΄΄ 
           Κάπως  ἔτσι κυλάει ἡ βραδιά στό μπαλκόνι του 2ου ὀρόφου, μακαρίζοντας την τύχη της Ἑλλάδος γιά την εἴσοδό της στήν Ἐυρωπα’ι’κή νομισματική ἕνωση.
    Ἐγώ στέκω βουβός παρατηρητής , ἄλλωστε το φανάρι εἶναι ἀκόμα κόκκινο καί τα μπουτάκια της οἰκοδέσποινας λαχταριστά γιά νά πῶ την ἁμαρτία μου!
      Ὁ μικρός Γιαννάκης ὅμως δέν ἀργεῖ νά ἀφεθεῖ στήν ἀγκαλιά του Μορφέα, ἀλλά μετά ἀπό λίγο πετάγεται ἔντρομος ἀπ' το κρεβάτι του. ΄΄Μαμά εἶδα ἕνα πολύ κακό ὄνειροἬμασταν λέει σέ ἕνα ἄλλο σπίτι πολύ παλιό καί μικρόΤον μπαμπά τον εἶχαν ἀπολύσει ἀπ' την δουλειά του καί τα λίγα χρήματα πού ἔπαιρνες ἐσύ δέν μας ἔφταναν.Τα μόνα κινέζικα πού ἔμπαιναν πιά στό σπίτι ἦταν τα ροῦχα ἀπ' το φθηνομάγαζο της πλατείαςΧρωστούσαμε παντοῦ καί ἔλεγαν στόν μπαμπά ὅτι θά τον πᾶνε φυλακήΔέν εἴχαμε πολύ φαγητό καί τα ροῦχα μας ἦταν φθαρμένα.Εἶδα συμμαθητές μου νά λιποθυμοῦν ἀπ' την πείνα.Ἔβλεπα ἀνθρώπους νά ψάχνουν στά σκουπίδια γιά φαγητό.  Ὅλα ἦταν διαφορετικά καί ἔλειπε το χαμόγελο ἀπ' τα χείλη ὅλων μας.Μέχρι καί ἡ Ἑλληνική σημαία δέν κυμάτιζε πιά στήν ἈκρόποληΜαμάπεινοῦσα!..
         Ἡ κύρια γέλασε μέ την ψύχη της καί διηγήθηκε το ὄνειρο στόν ἄντρα της.΄΄Δέν γίνονται αὐτά τα  πράγματα ἀγόρι μουμήν ἀνησυχείςὉ μπαμπάς ἀγόρασε κάτι χαρτιά που ἔχουν ἐξασφαλίσει το μέλλον μαςὉμόλογα του Ἑλληνικοῦ Δημoσίου τα λέμε ἐμεῖς οἱ μεγάλοιἘφιάλτης ἦταν αὐτό πού εἰδες καί πέρασε…΄΄ 
   Σήκωσα το κεφάλι ψηλά καί εἶδα το πράσινο φανάριΕὐτυχῶς!Γκάζωσα την μηχανή   καί ἐξαφανίστηκα στά χωροχρονικά μονοπάτια ,γιά νά μήν ἀκούω  τα τρομαγμένα  λόγια  του μικροῦ Γιαννάκη που στά ἑπόμενα χρόνια θά γινόταν ἐφιαλτική πραγματικότητα...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου