Το Ξέφωτο
Ὅταν η καυτή πένα ἑνός ἀσυμβίβαστου ἀρθρογράφου παραπατάει στο
illustration χαρτί και το ἀδάμαστο πάθος του τιθασεύεται ἀπό το ἀνάλαφρο
lifestyle, ἀπαιτεῖται συνειδησιακός ἐπαναπροσδιορισμός.
|
Μ |
ετρῶ
τα βήματά μου στό λιθόστρωτο σοκάκι, καθώς κοντοζυγώνω τη φιλόξενη ταβέρνα του
μπάρμπα-Γιάννη.
Το πρόσωπο χωμένο στό βρεγμένο παλτό κι
οἱ γιακάδες σηκωμένοι ἀπό την παγωνιά καί τίς ψιχάλες. Δέν λέει νά τελειώσει αὐτός ὁ χειμώνας, γκρίζα καταχνιά καί ξεροβόρι.
Κάτω ἀπό το κίτρινο φῶς της ξύλινης κολώνας, μπερ-δεύεται ἡ τσίκνα μέ την ὁμίχλη. Μία εἰκόνα βγαλμένη ἀπό τα χρόνια της νιότης μου, πού
ἄφησε ἀνέγγιχτη ὁ χρόνος. Τι κι ἄν βάθυναν οἱ ρυτίδες του μπαρμπα-Γιάννη καί το
ἁγιόκλημα ἄγγιξε την καμινάδα… Θαρρεῖς πώς
σταμάτησαν οἱ χρονο-δεῖκτες καί σκόρπισαν οἱ ὧρες στόν ἄνεμο.
Πετῶ ἀπό πάνω μου δεκαετίες καί ραγισμένες ἐμπειρίες ἀφήνοντας την εἰκόνα καραβοκύρη της μνήμης
μου. Να μέ ταξιδέψει πίσω στό χρόνο, μέ τά κοντά παντελονάκια καί την πλαστική
μπάλα στά πόδια.
Ἀδέσμευτος καί ὀνειροπόλος, παραδομένος
στόν αὐθορμητισμό καί την ἀλήθεια Αὐτό
ἀναζητῶ κάθε φορά που ἐπιστρέφω σ΄αὐτά τα στενοσόκακα. Πόσο μακριά ἀλήθεια ἀπό την ἀστική ἐπιφυλακτικότητα
καί τον δερμάτινο χαρτοφύλακα του σήμερα...
«Μπάρμπα
Γιάννη;…» Η βαριά μου φωνή ἀνασηκώνει το καμπουριασμένο του
κορμί. Τραβᾶ τη μισάνοιχτη κουρτί-να καί χαμογελούν τα μάτια
του πάνω ἀπ’ τα κοκκάλινα γυαλιά του. Μέ
περίμενε. Στέκει στό
κατώφλι της πόρτας μέ τα χέρια ἀνοιχτά ἀνυπομονώντας νά μ΄ἀγκαλιάσει.
Προσπερνάω την παλιά ἅμαξα δίπλα στόν ἀσβεστωμένο
τοῖχο της ταβέρνας.
Φάνταζε θεόρατη κάποτε στά παιδικά μου
μάτια, καθώς την ἔσερνε ὁ πανύψηλος Ντορής ἀνεμί-ζοντας την κατάμαυρη χαίτη του. Τώρα στέκει ἀδιάψευστο ἀπομεινάρι μιᾶς νοσταλγικής ἐποχῆς που αρκούσε να τεντώσεις τα χέρια
στον οὐρανό για να φτερουγίσει ἡ ψυχή σου στο ἀπέραντο γαλάζιο. Το μόνο πού ἀπέμεινε από τότε όμως εἶναι τ’ ἀπολιθωμένα παιδικά
μας χαμόγελα…
«Καλωσόρισες, γιέ μου, καλωσόρισες! Κόπιασε...» Τα
μάτια του γεράκου γυαλίζουν καθώς ἀδυνατεῖ νά συγκρα-τήσει τα δάκρυά του. Στό πρόσωπό μου
βλέπει το χαμόγελο του χαμένου του γιοῦ πού τόσο πολύ στερεῖται.
Πρίν προλάβει νά πυκνώσει το γένι του, ντύθηκε στά
λευκά καί πέταξε ψηλά. Θαρρεῖς πώς ζήλεψε τη νιότη του ὁ οὐρανός καί θέλησε νά τον πάρει μαζί
του. Νά το καμαρώνει στό δικό του κῆπο, κρίνο μονάκριβο καί
ποθητό. Ἦταν ἐκεῖνο το
μαγιάτικο πρωινό πού σώπασε ἡ φύση γιά νά ἀκούσει γιά τελευταία φορά
τους χτύπους της ἀδύναμης καρ-διᾶς του Στέφανου. Κι
ὑστερα,ἔφυγε...
Τράνταξε συθέμελα τη νιότη μου το μακρινό ταξίδι του
ἀδερφικοῦ μου φίλου καί σημάδεψε σα χαρακιά βαθιά τη ψυ-χή μου. Ἀπό ἐκεῖνο το πρωί ἔπαψα να ἐπαναπαύομαι σέ δεδομένα. Σταμάτησα
νά χτίζω παλάτια στήν ἄμμο καί νά ἀφήνω την τύχη μου στά χέρια της ἐλπίδας. Ἔμαθα νά ζυγίζω
τίς ἀπώλειες καί στάθηκα όρθιος στη συναισθηματική δουλικότητα. Κυνικός; Ἴσως. Σίγουρα πάντως συνειδητοποιημένος. ''
Απόσπασμα
Το Ξέφωτο

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου