Ἡ ὥρα εἶναι 2 κι ὅλα εἶναι ἥσυχα στή Πόλη…Το ὁλόφωτο φεγγάρι σαλεύει ἀργά στό σκοτεινό πέπλο
τ΄οὐρανοῦ ,ἀλλά κανείς δέν στέκει
νά το χαζέψει. Μάταιες οἱ κραυγές του
σέ μιά πόλη ἄδεια ἀπό ὄνειρα καί ἐλπίδα .
Ἡ ὥρα εἶναι 3 καί ὅλα εἶναι ἥσυχα στή Πόλη…Ἀπαθεῖς καί νωχελικές οἱ συνειδήσεις συνεχίζουν να ἀπολαμβάνουν
την μακαριότητα της ανυπαπραξίας τους, χωμένες στήν ἀγκαλιά τοῦ Μορφέα. Βουρκώνει ὁ Οὐρανός κι ἡ μάνα Γῆ σείεται,
μήπως ταρακουνήσει την βόλεψή τους . Τα μάτια ὅμως εἶναι κλειστά και τ’αυτιά κωφεύουν… Ἡ βροχή δυναμώνει. Ἐγώ γιατί εἶμαι ἔξω;...Κρυώνω…
Ἡ ὥρα εἶναι 4 κι ὅλα εἶναι ἥσυχα στή Πόλη…Περπατάω, δέν
ξέρω γιατί… Πεσμένα στό χῶμα
γυαλίζουν τα πράσινα φύλλα. Καταπράσινα. Δέν ἀντέξαν ἀπ' τον δυνατό ἀέρα καί κόπηκαν. Σκύβω καί πιάνω ἕνα. ΄΄Προχώρα΄΄ , μου λέει. Κάθομαι
σαστισμένος μέ το πρόσωπο ὑγρό.΄΄Πού;΄΄…
Ἡ ὥρα εἶναι 5 κι ὅλα εἶναι ἥσυχα στή Πόλη…Στό ξέφωτο τοῦ δρόμου καθισμένη σέ μαρμάρινο
ἑδώλιο μιά γυμνή Κόρη. Τη γύμνια της
σκεπάζουν τα μακριά της μαλλιά. Στέκει ακίνητη καθώς το βῆμα μου μέ
φέρνει μπροστά της . ΄΄Δέν κρυώνεις;΄΄ ρωτάω. Παραμένει ἀσάλευτη σάν ἄγαλμα ἐπιδέξιου τεχνίτη. Ὁ ἦχος της φωνῆς της μπερδεύεται μέ τα ἀγέρι. ΄΄ Ὄχι…ἐσύ; ΄΄ Μά την ἀλήθεια, ἄν κι οἱ σταγόνες της βροχῆς χοντραίνουν μαστιγώνοντας
την γῆ, τα λόγια της μοιάζουν
μέ φλόγες . ΄΄Πρόσεξε μή μέ λερώσεις
, ἔχει λασπόνερα παντοῦ
,πάτα σταθερά καί μέ σύνεση …΄΄
,
καρφώνει τα μάτια της στά δικά μου,
καθώς
παίρνω τα τελευταία της λόγια γιά πανωφόρι
… Σηκώνω το κεφάλι καί συνεχίζω…
Ἡ ὥρα εἶναι 6 κι ὅλα εἶναι ἥσυχα στή Πόλη…Το παλτό μου βαρύ ἀπ' το νερό καί την κούραση. Τα πόδια μου μέ σέρνουν στην κορυφή της Πόλης. Πόσο μεγάλη καί πόσο μικρή ἡ Πόλη μας …Το βλέμμα μου
κολλημένο στόν ὁρίζοντα. Ὁ ἥλιος, κρατώντας ἁπαλά την αὐγή ἀπ' το χέρι,
χαράσσει σάν λεπίδα μέ τίς ἀκτίνες του το σκοῦρο πέπλο. Δέν νοιώθω πιά την βροχή στό πρόσωπο μου .Σταμάτησε ἤ μήπως την συνήθισα; Σταμάτησε γιατί ΔΕΝ την συνήθισα!
Δέν ξέρω τί ὥρα εἶναι πιά … Μήπως ὅμως ἦρθε ἡ ὥρα νά ξυπνήσει ἡ Πόλη;…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου